- πορνοτελώνης
- ὁ, Α(στην Αθήνα)1. άτομο που εισέπραττε τους φόρους τών δημόσιων πορνών, δηλ. το πορνικόν τέλος2. (σκωπτικά) προσωνυμία τών ατόμων που εισέπρατταν τους φόρους τού δημοσίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + τελώνης].
Dictionary of Greek. 2013.