πορνοτελώνης

πορνοτελώνης
ὁ, Α
(στην Αθήνα)
1. άτομο που εισέπραττε τους φόρους τών δημόσιων πορνών, δηλ. το πορνικόν τέλος
2. (σκωπτικά) προσωνυμία τών ατόμων που εισέπρατταν τους φόρους τού δημοσίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + τελώνης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πορνοτελῶναι — πορνοτελώνης farmer of the masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορνοτελώνας — πορνοτελώνᾱς , πορνοτελώνης farmer of the masc acc pl πορνοτελώνᾱς , πορνοτελώνης farmer of the masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”